- τσιλίκι
- το, Νβλ. τσελίκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιλίκι — το βλ. τσελίκι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλίκι — το 1. κοινή ονομασία τού φυτού λύκιον 2. είδος παιδικού παιχνιδιού που παίζεται με δύο ξύλα, το τσιλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + κατάλ. ίκι (πρβλ. υπαλληλ ίκι)] … Dictionary of Greek
τσελίκι — (I) και ξυλίκι, το, και τσίλικα, η, Ν παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μια μικρή ράβδο με την οποία πρέπει το παιδί να χτυπήσει και να σηκώσει ψηλά ένα μικρό επίμηκες πελεκητό ξύλο τοποθετημένο σε κοίλωμα τού εδάφους ή σε πέτρα έτσι ώστε να… … Dictionary of Greek
τσελίκι — τσελίκι, το και τσιλίκι, το (λ. τουρκ.) 1. χάλυβας, ατσάλι. 2. μτφ., άνθρωπος ρωμαλέος, υγιέστατος: Είναι γέρος, αλλά τσελίκι. 3. μικρό ξύλο με το οποίο παίζεται το ομώνυμο παιχνίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)